- αμετεώριστος
- -η, -οαυτός που δεν ταλαντεύεται, σταθερός: Στις αποφάσεις του ήταν βραδύς, αλλά αμετεώριστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμετεώριστος — η, ο (Α ἀμετεώριστος, ον) [μετεωρίζω] αυτός που δεν μετεωρίζεται, ασάλευτος, ακλόνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
ԱՆԶԲԱՂ — ( ) NBH 1 0143 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c ա.մ. ἁμετεώριστος constans, intentus Ազատ ʼի զբաղանաց. ոչ ցնդեալ. հանդարտ. անզբօս. գրի եւ ԱՆԸՍԲԱՂ. չցնդած, անշփոթ. ... *Անզբաղ ունիցի զտեսութիւն ... Անզբաղ կալցի զմիտսն: Որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԶԲՕՍ — ( ) NBH 1 0143 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c ա. Նոյն է ընդ ԱՆԶԲԱՂ. (լծ. եւ յն. անբէրի՛սբաստօս ոչ այսր անդր ձգձգեալ). Ազատ իբր ʼի զբօսանաց ալեաց. անխռով. հանդարտ. ... ἁπερίσπαστος, ἁμετεώριστος non distractus *Վասն անզբօս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)